αποφευκτικος

αποφευκτικος
    ἀποφευκτικός
    ἀπο-φευκτικός
    3
    помогающий избежать
    

τὰ ἀποφευκτικά Xen. — способы освобождения


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποφευκτικος" в других словарях:

  • αποφευκτικός — ἀποφευκτικός, ή, όν (Α) 1. ο χρήσιμος για αποφυγή ή διαφυγή 2. (πληθ. ουδ.) τα αποφευκτικά μέσα αθώωσης ή απαλλαγής …   Dictionary of Greek

  • ἀποφευκτικά — ἀποφευκτικός useful in escaping neut nom/voc/acc pl ἀποφευκτικά̱ , ἀποφευκτικός useful in escaping fem nom/voc/acc dual ἀποφευκτικά̱ , ἀποφευκτικός useful in escaping fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφευκτικόν — ἀποφευκτικός useful in escaping masc acc sg ἀποφευκτικός useful in escaping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»